- παραπροσωπίς
- -ίδος, ἡ, Μπροσωπείο, προσωπίδα, μάσκα, μουτσούνα («ἡ περίθετος κεφαλὴ καὶ περικεφαλαία, φασὶν ἐλέγετο, καθὰ καὶ παραπροσωπὶς ἡ παρὰ τῷ προσώπῳ τιθεμένη», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπροσωπίς — mask fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)